τετραέλικτος

τετραέλικτος
τετρα-έλικτος, ον, =
A four times coiled round,

ὄφις AP7.210

(Antip.); τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετραέλικτος — four times coiled round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραέλικτος — ον, Α 1. αυτός που έχει περιτυλιχθεί τέσσερεις φορές («ὄφις τετραέλικτος», Ανθ. Παλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τετραέλικτον ἅλμαν, ἤγουν τρικυμίαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἑλικτός (< ἑλίσσω «περιτυλίγω, στριφογυρίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • τετραέλικτον — τετραέλικτος four times coiled round masc/fem acc sg τετραέλικτος four times coiled round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”